ὑπερέλασις
Look at other dictionaries:
ὑπερέλασις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερέλασις — άσεως, ἡ, Α [ὑπερελαύνω] (κατά τον Ησύχ.) «ὑπέρθεσις, ὑπερβολή» … Dictionary of Greek
ὑπερέλασις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερέλασις — άσεως, ἡ, Α [ὑπερελαύνω] (κατά τον Ησύχ.) «ὑπέρθεσις, ὑπερβολή» … Dictionary of Greek